Ποίηση

Ποίηση

Σάββατο 9 Απριλίου 2016

[ ΤΟ ΠΟΡΤΡΑΙΤΟ ]

  
 "Η τραγωδία του ενός είναι η ευτυχία του άλλου". Μ' αυτά τα λόγια ο Ελευθέριος ανάγγειλε ότι εκείνος και η Φρόσω επρόκειτο να μετακομίσουν σ' ένα καινούργιο σπίτι, με θέα στη θάλασσα. Το είχαν αγοράσει για πενταροδεκάρες από έναν Αρμένιο, ο οποίος ήταν στα πρόθυρα της χρεοκοπίας κι έψαχνε απεγνωσμένα χρήματα για να φύγει στην Αμερική. Ήταν ένα μεγαλόπρεπο κτίσμα, είπε, σχεδόν έπαυλη. Μέσα στη βουβαμάρα που ακολούθησε τα λόγια του, κοίταξε γύρω του τους συνομιλητές του. Στο τέλος, μην ξέροντας τι να κάνει, χαμογέλασε με μια ένοχη ντροπή.
   Μες σε λίγες μέρες η Φρόσω είχε κάνει το παλιό σπίτι άνω κάτω, ξεχωρίζοντας όσα θα 'παιρνε μαζί της από εκείνα που θ' άφηνε πίσω της. Η επόμενη μέρα βρήκε την Ελισάβετ να συμμαζεύει. Σ' ένα τελευταίο, ασυνήθιστο για κείνην, ξέσπασμα γενναιοδωρίας, η Φρόσω κληροδότησε όλα τα παλιά της έπιπλα στην Ελισάβετ. Είχαν μείνει εκεί τόσο πολύ καιρό, είπε, και ούτως ή άλλως δεν υπήρχε χώρος γι' αυτά στο καινούργιο τους σπίτι, το οποίο είχαν την τύχη ν' αποκτήσουν πλήρως, και πρόσφατα, επιπλωμένο.
   Ο Λεωνίδας, του οποίου η γνώμη δεν είχε ζητηθεί πριν αποφασίσουν ο αδερφός και η νύφη του, ήταν κακόκεφος. Δεν μπορούσε βέβαια να παραπονεθεί για τη συμπεριφορά τους, ως μεγαλύτερος αδερφός, ο Ελευθέριος δικαιούνταν τον σεβασμό του, όμως η Ελισάβετ ήξερε πως ο Λεωνίδας είχε πληγωθεί. Λυπήθηκε για τον άντρα της, από την άλλη δεν μπορούσε να κρύψει τη δική της ευφορία. Εκείνος προσπάθησε να κάνει τα πράγματα λιγότερο σοβαρά, πειράζοντάς την. Χωρίς τη Φρόσω στο σπίτι, θα έπρεπε να βρει κάποιον άλλο, να του φορτώνει τις αναποδιές. Αν και κάπως ενοχλημένη, η Ελισάβετ δεν είπε τίποτε. Δεν ήθελε να διαταράξει την απολαυστική γαλήνη, που βασίλευε πλέον στο σπιτικό τους.
   Την εισέπνεε σαν να ήταν άρωμα κι αναστέναζε από αληθινή χαρά, μόνο στη σκέψη ότι μπορούσε ν' αναπνέει τόσο ελεύθερα. Ήταν λαχείο, πολύ μεγάλη τύχη, είχε πει ο Ελευθέριος. Πραγματικά μεγάλη τύχη, σκέφτηκε ονειροπόλα η Ελισάβετ. Μερικές φορές η ευτυχία του ενός είναι ευτυχία και του άλλου.
   Στην αρχή ένιωσε παράξενα δίχως τη διαπεραστική φωνή της Φρόσως να διακόπτει την ηρεμία, για να κάνει γνωστό το τι ήθελε και το τι δεν της άρεζε, δίχως το άγρυπνο μάτι ή το επικριτικό της βλέμμα, χωρίς το συνωμοτικό κλείσιμο του ματιού, που συνήθιζε ο Ελευθέριος, όταν ήθελε να ξεφύγει την προσοχή της γυναίκας του για να παίξει τάβλι στο καφενείο της γειτονιάς. Δεν είναι ότι τους έλειψαν αυτές οι πλευρές της προηγούμενης ζωής τους, όμως ξαφνικά βρέθηκαν μ' έναν επιπλέον χώρο, ένα κενό, το οποίο δεν ήξεραν ακόμα πώς να το γεμίσουν.

   Για ένα διάστημα το σπίτι παρέμεινε όπως το είχε αφήσει η Φρόσω. Από τη δύναμη της συνήθειας, η Ελισάβετ απέφευγε ν' αγγίζει ό,τι ανήκε προηγουμένως στη συννυφάδα της. Μολονότι η ίδια η Φρόσω είχε φύγει, η παρουσία της έδειχνε να παραμονεύει ξάγρυπνη όπως πάντα, σαν να ήταν ριζωμένη στο σπίτι.
   Τότε, ένα πρωί ήρθε επίσκεψη η ξαδέρφη Κλεοπάτρα. Είχαν περάσει πέντε ολόκληρα χρόνια από τότε που άγγιξε με τα πόδια της το κατώφλι εκείνου του σπιτιού, όταν καβγάδισαν για τελευταία φορά με τη Φρόσω. Μια τέτοια τιμή έπρεπε ασφαλώς να της αναγνωριστεί, σκέφτηκε η Ελισάβετ οδηγώντας μες στο σπίτι την αξιοσέβαστη κυρία.
   Πριν από είκοσι χρόνια περίπου, η Κλεοπάτρα είχε παντρευτεί τον ξάδερφο του Λεωνίδα, τον Πέτρο, ράφτη, που έκανε τις στολές στο στρατό του σουλτάνου. Οι κακές γλώσσες την ήθελαν  να είναι δέκα χρόνια μεγαλύτερή του. Ο Λεωνίδας έλεγε ότι ο Πέτρος είχε σκλαβωθεί από την ομορφιά της. Αν και χήρα ως και σαράντα χρονών, όταν είχαν γνωριστεί, το στήσιμό της ήταν περήφανο και τα χαρακτηριστικά της ακόμα όμορφα, όπως ταίριαζε σε μια κυρία που μπορούσε να καυχιέται για μια καταγωγή, η οποία έφτανε ως τη βυζαντινή αριστοκρατία, τους αυτοκράτορες όπως τους ονόμαζε.
   Όταν δεν την άκουγε ο Λεωνίδας, η Φρόσω χλεύαζε τους ισχυρισμούς της Κλεοπάτρας για τη βασιλική καταγωγή της. Βυζαντινή αριστοκρατία να σου πετύχει! έλεγε περιπαικτικά. Αν ήταν δυνατόν! Τίποτε άλλο από έναν θηλυκό κυνηγό του πλούτου, η οποία, παρά την προσποιητή ευγένειά της, βιάστηκε να ριχτεί σ' έναν άντρα για τα λεφτά του. Ήταν φανερό. Ο πρώτος άντρας της πέθανε αφήνοντάς την άφραγκη και η άπληστη μέγαιρα είχε χώσει τα νύχια της στον Πέτρο. Καημένε, εύπιστε Πέτρε! Η Φρόσω σούφρωνε τα φρύδια. Μπορεί να ήταν καλός ράφτης, όμως δεν καταλάβαινε τίποτε από γυναίκες.
   Η Ελισάβετ ποτέ δεν είχε συγκεκριμένη γνώμη για την Κλεοπάτρα. Η περηφάνεια για την αρχαία καταγωγή της έμοιαζε αρκετά γνήσια, ήταν η δεύτερη φύση της, κάτι έμφυτο μέσα της. Εκείνη πάλι, αντίθετα με την απροκάλυπτη αντιπάθεια, που έδειχνε στη Φρόσω, ανέκαθεν φερόταν με ευγενικό τρόπο στην Ελισάβετ και την αντιμετώπιζε περίπου με σεβασμό.
   Αφού έβγαλε το δαντελωτό σάλι της, αποκαλύπτοντας έτσι τα καστανοκόκκινα, αστραφτερά μαλλιά της, τα βαμμένα βέβαια, πρόσφερε το μαραμένο μάγουλό της στην Ελισάβετ, να το φιλήσει. "Αγαπητή μου Ελισάβετ", είπε, κρατώντας τα χέρια της οικοδέσποινας μέσα στα δικά της, "πόσο χαίρομαι που σε βλέπω".
   - Ξαδέρφη Κλεοπάτρα, τι απροσδόκητη έκπληξη!
   - Μου έλειψες, καλή μου, και ήρθα να γιορτάσουμε μαζί τη λαμπρή σου τύχη, είπε η ηλικιωμένη γυναίκα, δίχως κάποιο εμφανές ίχνος ειρωνείας στη φωνή της.
   Η Ελισάβετ δεν μπόρεσε να συγκρατήσει ένα χαμόγελο.
   - Έλα, ας ανέβουμε στο σαλόνι, ξαδέρφη, της είπε, να πάρουμε τον καφέ μας τρώγοντας ταυτόχρονα και λίγο κέικ.
   Οδήγησε την καλεσμένη της στο επίσημο καθιστικό. Ως την ημέρα εκείνη, ο χώρος αυτός ανήκε στη Φρόσω, η οποία τον κρατούσε αποκλειστικά για τους φίλους και τους γνωστούς της. Ένιωσαν σαν να έμπαιναν σε μια πορφυρή θάλασσα. Τα πάντα εκεί ήταν βαθυκόκκινα: η λουλουδένια ταπετσαρία, τα μαξιλάρια, το περσικό κιλίμι. Ακόμα κι ο αέρας στο δωμάτιο είχε πάρει μια ρόδινη απόχρωση, καθώς το φως του ήλιου περνούσε μέσα από το πτυχωτό βελούδο, που κάλυπτε τα παράθυρα. Το δωμάτιο ήταν ασφυκτικά γεμάτο από ογκώδη έπιπλα, με βαρύ και στριφτό διάκοσμο, έτσι ώστε οι δυο γυναίκες έπρεπε προχωρώντας να προσέχουν να μη σκοντάψουν σε κάποιο τραπέζι ή κάθισμα. Κολλημένα στην κάθε επιφάνεια, σαν τα φύκια, ήταν τα δαντελωτά κεντήματα της Φρόσως.
   Η Κλεοπάτρα στάθηκε μπροστά στο τζάκι και ύψωσε το βλέμμα της. Ζωγραφισμένη στον τοίχο, πάνω από το περβάζι του τζακιού, ήταν κάποια Αμαζόνα, ακουμπισμένη στο ξίφος της. Κοιτούσε μοναχική και χλωμή μια γοργόνα χαμένη σ' αυτήν τη θάλασσα, που είχε το χρώμα του κρασιού. Η γριά σήκωσε το φρύδι πρώτα και ύστερα φόρεσε τα ματογυάλια της για να εξετάσει την τοιχογραφία. Αφήνοντας τα ματογυάλια να ξαναπέσουν στο στήθος της, γύρισε το πρόσωπό της, που θύμιζε πουλί, προς την Ελισάβετ. "Περίμενα, αγαπητή μου, να είχες ξεφορτωθεί αυτό... το πράγμα, αμέσως μόλις η Φρόσω εγκατέλειψε το σπίτι".
   Η Ελισάβετ κοίταξε μια την καλεσμένη της και μια την τοιχογραφία. Και έπειτα θυμήθηκε. Η συγκεκριμένη ζωγραφιά είχε σταθεί η αιτία για τον τελικό τσακωμό της συννυφάδας της με την Κλεοπάτρα. Πριν από μερικά χρόνια είχε γίνει μόδα στους Έλληνες της πόλης να τονίζουν την κλασική τους κληρονομιά, στολίζοντας τα σπίτια τους με τέτοια έργα τέχνης. Η Φρόσω φυσικά δε θα έμενε πίσω. Με επίμονη γκρίνια, ανάγκασε τον Ελευθέριο να προσλάβει έναν ζωγράφο για να της φτιάξει κι εκείνης ένα παρόμοιο έργο.
   Είχε προσκαλέσει ολόκληρη την οικογένεια, χωρίς να εξαιρέσει την Κλεοπάτρα και τον θείο Πέτρο, για τα επίσημα αποκαλυπτήριά της. Κι ενώ όλοι οι άλλοι έσπευσαν να θαυμάσουν το έργο, η αντίδραση της Κλεοπάτρας ήταν ανελέητη. Έδειξε το ωχρό δέρμα της μορφής. Θα πρέπει να υποθέσει κανείς ότι φτιάχτηκε για ν' απομιμηθεί το μάρμαρο, σχολίασε. Διαφορετικά έχουμε να κάνουμε μ' ένα πτώμα. Εκτός αν έτσι ερμήνευε ο καλλιτέχνης την κλασική γαλήνη. Με την πλήρη έλλειψη έκφρασης στη μορφή του δείχνει ότι μάλλον στηρίχτηκε στη δεύτερη υπόθεση. Γενικώς απέρριψε την εικόνα εκείνη ως μια ανόητη ξιπασιά, ως ψεύτικο προϊόν φτιαγμένο με ψεύτικα αισθήματα, προσθέτοντας πως εκείνη, η Κλεοπάτρα, ως η μοναδική γνήσια Ελληνίδα ανάμεσά τους, φαινόταν να είναι και η μοναδική που μπορούσε να το δει αυτό. Ο άντρας της είχε προσπαθήσει μάταια ν' αμβλύνει τις εντυπώσεις από τα λόγια της, όμως η γυναίκα του επέμεινε πεισμωμένη σ' αυτά. 
   Έξω φρενών η Φρόσω, μόνον που δεν πέταξε την Κλεοπάτρα έξω από το σπίτι της. Από εκείνη την ημέρα, δεν είχαν ξαναμιλήσει. Η χαρά της Φρόσως για την τοιχογραφία της είχε πάει στράφι. Και παρότι είχε αρνηθεί για λόγους αρχής να την ξεφορτωθεί, δεν μπόρεσε στο εξής να την ξανακοιτάξει χωρίς να δυσανασχετεί.
   Πάντως, όσο την εξέταζε εκείνη την ώρα η Ελισάβετ, ένιωθε να συντάσσεται με τη γνώμη της Κλεοπάτρας. Η Αμαζόνα έπρεπε να φύγει. Ήταν καιρός ν' αρχίσει να ξεγράφει από το σπίτι τη Φρόσω, και το καλύτερο μέρος για να ξεκινήσει ήταν εκείνο. Κοίταξε την καλεσμένη της. Η Κλεοπάτρα τής χαμογέλασε με ύφος νικητή, ο θρίαμβος ήταν ζωγραφισμένος στο πρόσωπό της.
   Η λέξη ευφορία θα ήταν ίσως υπερβολική, ωστόσο η Ελισάβετ ένιωθε γεμάτη ζωτικότητα εκείνο το πρωί, χαρούμενη επειδή είχε ένα σχέδιο. Περίμενε να φύγουν όλοι, η Μαρία και ο Νίκος στο σχολείο, ο Λεωνίδας στη δουλειά του. Μετά τη συνηθισμένη πρωινή αναστάτωση, έφυγαν αφήνοντας πίσω τους μιαν ακραία ησυχία.
   Η Ελισάβετ στράφηκε στην κόρη της. Η έκφρασή της ήταν κουρασμένη, τα χαρακτηριστικά του προσώπου της τραβηγμένα.
   - Έλα μαζί μου, της είπε. Χρειάζομαι τη βοήθειά σου.
   - Για ποιο πράγμα; ρώτησε η Θεοδώρα.
   - Θα δεις, απάντησε η Ελισάβετ, οδηγώντας την κόρη της από τη σκάλα επάνω, στο σαλόνι. Άνοιξε την πόρτα του σκοτεινού δωματίου. Μπροστά τους ένα κοπάδι από πράγματα ασουλούπωτα και στραβοπόδαρα ανταγωνίζονταν για λίγο χώρο το ένα το άλλο. Η Ελισάβετ διέσχισε με σίγουρο βήμα το δωμάτιο και τράβηξε τις πτυχωτές κουρτίνες. Στον πρωινό ήλιο τα τραπέζια και τα καθίσματα της θείας Φρόσως φάνηκαν παλιά και κουρασμένα. Οι πολυθρόνες κι οι καναπέδες, όπως τόσοι και τόσοι θρόνοι, με τα σιρίτια, τις φούντες και τις διακοσμητικές καμπύλες τους, είχαν υπηρετήσει τη ροπή της Φρόσως προς το μεγαλείο. Τα δαντελωτά της με τ' αγγελούδια να πετούν χαρούμενα ανάμεσα σε λουλούδια είχαν το γλυκόπικρο γούστο μιας αλλόκοτης, ζαρωμένης μικρής γεροντοκόρης. Η Ελισάβετ άρχισε να τα ξηλώνει απ' τα τραπέζια και τα μπράτσα των καθισμάτων, από τις πλάτες των καθισμάτων και των καναπέδων. Διστακτική στην αρχή, η Θεοδώρα τη μιμήθηκε. Αφού είχαν τελειώσει, κοίταξαν γύρω τους μ' ένα αίσθημα ικανοποίησης.
   Τώρα είχε έρθει η σειρά της Αμαζόνας. Αφού πέταξε και το τελευταίο κομμάτι σκονισμένης δαντέλας στον σωρό, που υπήρχε έξω από την πόρτα, η Ελισάβετ κατέβηκε τρέχοντας τα σκαλιά και πήγε στην κρεβατοκάμαρά της. Τράβηξε έναν κορνιζωμένο πίνακα, που ήταν πίσω από την ντουλάπα, με ύψος σχεδόν ένα μέτρο. Τον έβγαλε μέσα από το σκονισμένο σεντόνι, στο οποίο ήταν τυλιγμένος, και τον κουβάλησε στο σαλόνι. 
   Αμήχανη, αλλά χαρούμενη ταυτόχρονα, τον κάρφωσε στον τοίχο πάνω από το περβάζι του τζακιού. Υπηρετούσε το σκοπό του άψογα, κρύβοντας τον δεύτερο εαυτό της Φρόσως. Θα μπορούσε να μείνει εκεί για μερικές μέρες, σκέφτηκε, ώσπου ο Λεωνίδας να την άφηνε να ζωγραφίσει όλο το δωμάτιο. Κάνοντας ένα βήμα πίσω εξέτασε το έργο της.
   Δυο μάτια γεμάτα προσδοκία κατόπτευαν τα όσα συνέβαιναν. Η νεαρή κοπέλα, η Ελισάβετ του παλιού καιρού, καθόταν σ' ένα παγκάκι, στο σπίτι του καθηγητή θείου της, στον πίσω κήπο του. Δίπλα της υπήρχαν δυο βιβλία κι ένα ψάθινο καπέλο. Το δεξί χέρι της ήταν ανέμελα απλωμένο στην πλάτη του πάγκου, τα πόδια της σταυρωμένα κάτω από το φαρδύ βαθυπράσινο φουστάνι της. Με το στρογγυλό πηγούνι της ακουμπισμένο στη γαντοφορεμένη γροθιά της, έσκυβε μπροστά και κοιτούσε τους θεατές της με κεφάτη περιέργεια.
   Τα μάτια της Θεοδώρας έλαμπαν, καθώς κοιτούσε προσηλωμένη τον πίνακα. "Μαμά!" ψέλλισε. Πολλοί είχαν πει ότι επρόκειτο για ερωτικό έργο. Πως ο καλλιτέχνης είχε σκλαβώσει την καρδιά της. Η Ελισάβετ ποτέ δεν είχε σιγουρευτεί απόλυτα αν ήταν η δική της ψυχή, που έλαμπε στα μάτια τα οποία εικονίζονταν στον καμβά, ή η ψυχή του καλλιτέχνη. Η ατάραχη νεαρή κυρία, που εικόνιζε ο πίνακας, ήταν η καλομαθημένη ανιψιά ενός διακεκριμένου καθηγητή, μια από τις καλλονές του Βουκουρεστίου, της πρωτεύουσας της Ρουμανίας, η οποία μπορούσε να διαλέξει ανάμεσα στους εκλεκτότερους άντρες της πόλης. Η ζωή δεν έκρυβε απογοητεύσεις για κείνην. Ήταν γεμάτη μόνο από χαρές, συγκινήσεις και προσδοκίες.
   Κάθισε πάνω στο μπράτσο μιας από τις καρέκλες της Φρόσως. "Η ξαδέρφη μου η Βικτωρία επέμεινε να πάρω τον πίνακα μαζί μου, όταν φύγαμε", είπε, "ως αναμνηστικό των ευτυχισμένων στιγμών, που είχαμε περάσει μαζί. Γρήγορα όμως αντιλήφθηκα πως δεν υπήρχε χώρος γι' αυτόν στο σπίτι".
   Γύρισε προς στην κόρη της. Η Θεοδώρα είχε αδυνατίσει πολύ τελευταία. Τα μάτια της, μεγάλα και θλιμμένα, ήταν πολύ εύγλωττα, σκέφθηκε η Ελισάβετ. Δεν πρόδιδαν και δεν πρόβαλλαν καμιά άμυνα από μέρους της. Ένιωθε μέσα της την ανάγκη να προστατέψει αυτό το ευάλωτο παιδί.
   - Ξέρεις, είπε ξαφνικά, η ξαδέρφη μου η Βικτωρία ζει ακόμα στο Βουκουρέστι, στο σπίτι που μεγαλώσαμε. Δεν έχει δική της οικογένεια. Νομίζω πως θα δεχόταν μ' ευχαρίστηση κάποια επίσκεψη, μια νεαρή να μείνει μαζί της για ένα διάστημα ως συντροφιά. Θα σου έκανε και σένα καλό ν' αλλάξεις λίγο περιβάλλον, δε νομίζεις; Δεν υπάρχει τίποτα που να σε κρατάει εδώ αυτόν τον καιρό. Ίσως έχει έρθει για σένα η ώρα να ξαναγνωρίσεις τη χώρα που γεννήθηκες. Η Βικτωρία ξέρει πολλούς ενδιαφέροντες ανθρώπους. Θα σε σύστηνε σε μια εκλεκτή κοινωνία. Τι λες; Σε συγκινεί η ιδέα  να περάσεις μερικούς μήνες μαζί της;
   Η Θεοδώρα κοίταξε τη μητέρα της και η έγνοια που πλάκωνε την καρδιά της φάνηκε κάπως να ελαφραίνει.
   - Πιστεύεις πως δε θα της γινόμουν βάρος; ρώτησε.
   - Μα για ποιο βάρος μιλάς; Μου έχει γράψει τόσες φορές προσκαλώντας μας όλους και τον καθένα ξεχωριστά. Δώσε μου ένα από τα παιδιά σου, μου λέει συχνά μεταξύ σοβαρού κι αστείου. Θα σε υποδεχόταν με ανοιχτή αγκαλιά.

   Ο Λεωνίδας δε φάνηκε αντίθετος στην ιδέα, όταν του την πρότεινε η Ελισάβετ. Γύρισε προς το σηκωμένο κεφάλι της κόρης του και χαμογέλασε. "Θα δούμε", είπε χαϊδεύοντάς την κάτω από το σαγόνι, σαν να ήταν ακόμη μικρό παιδί εκείνη.
   Η Ελισάβετ έπεσε με τα μούτρα στην ανανέωση του σαλονιού. Έφερε μπογιατζήδες και μαραγκούς και μέσα απ' όλη την αναστάτωση αναδύθηκε ένα καινούργιο δωμάτιο, ελαφρότερο και πιο χαρούμενο, μ' ένα μεγάλο μπουκέτο λουλούδια στο τραπέζι και ανοιχτό παράθυρο για να μπαίνει φρέσκος αέρας σ' αυτό.
   Εξέτασε το αποτέλεσμα με κάποια ικανοποίηση. Τα φαντάσματα είχαν φύγει. Αυτό πλέον ήταν ένα δωμάτιο του παρόντος, δωμάτιο δίχως παρελθόν. Όμως κατά περίεργο τρόπο τής θύμισε ένα άλλο σαλόνι σε μιαν άλλη χώρα, σ' έναν άλλο κόσμο, ένα σαλόνι όπου έμπαινε πάντα με χαρά, σαλόνι γεμάτο με υπέροχους ανθρώπους. Και το δικό της πορτραίτο έδειχνε πιο οικείο στο καινούργιο περιβάλλον του, λες και θυμόταν και η εικονιζόμενη σ' αυτό κοπέλα τα παλιά. Στο τέλος η Ελισάβετ το κρέμασε κοντά στο παράθυρο, πάνω από τον μαονένιο μπουφέ της θείας Φρόσως. Ο τιμητικός χώρος, στο περβάζι του τζακιού, παρέμεινε κενός για να φιλοξενήσει τα επίσημα πορτραίτα των γονιών του Λεωνίδα. Μπορεί να ήταν μια απομονωμένη και διακριτική γωνιά, όμως η ύπαρξή της και μόνο έκανε την Ελισάβετ να νιώθει ικανοποιημένη. Ναι, ασφαλώς και είχε το σαλόνι της παρελθόν, ένα παρελθόν που το είχε ξεχάσει, βυθισμένη όπως ήταν στη ρουτίνα της τελευταίας εικοσαετίας.
   Ο Λεωνίδας δεν έμεινε απόλυτα ικανοποιημένος με τον πίνακα. Δεν ταίριαζε με τα έπιπλα, το στυλ του δωματίου, μουρμούρισε, αν κι αυτό δεν ήταν αλήθεια. Θα μπορούσε να είχε προσθέσει, με μεγαλύτερη ειλικρίνεια, ότι δεν το ενέκρινε να έχει κρεμασμένο η γυναίκα του στο σαλόνι ένα δικό της πορτραίτο, και μάλιστα τόσο μεγάλο. Για πρώτη φορά, ωστόσο, η Ελισάβετ τον αγνόησε. Το ήθελε το πορτραίτο, και, καθώς ο ίδιος δεν καταδέχθηκε ν' ανέβει σε μια καρέκλα να το κατεβάσει, παρέμεινε στη θέση του.
   Το δωμάτιο εκείνο έγινε ο αχώριστος φίλος της. Όλο και συχνότερα αναζητούσε την παρηγοριά του. Το είχε αναπλάσει με τη φαντασία της και ήταν ευχαριστημένη από το αποτέλεσμα. Ιδιαίτερα της άρεζε να έρχεται μετά το μεσημεριανό γεύμα, την ώρα που όλοι οι άλλοι ακόμη κοιμόνταν. Τότε ένιωθε να την τυλίγει η ηρεμία, που έπεφτε στο σπίτι, μαζί με μια τρυφερή αίσθηση ευεξίας.
   Δεν πέρασαν πολλές ημέρες και η Φρόσω έκανε την πρώτη της εμφάνιση ως επισκέπτρια στο σπιτικό της Ελισάβετ. Είχε ακούσει για τις αλλαγές, που είχε επιφέρει η συννυφάδα της σ' αυτό.
   - Ώστε αυτό είναι για το οποίο γίνεται τόσος λόγος, είπε η Φρόσω κοιτώντας γύρω της. Ναι, είναι πιο φρέσκο τώρα. Εκείνο το βάζο με τα γαρίφαλα ζωντανεύει αισθητά το δωμάτιο. Αυτή ήταν πάντα μια από τις ενστάσεις μου γι' αυτό το σπίτι, είναι πολύ σκοτεινό! Δε συγκρίνεται βέβαια με το καινούργιο σπίτι, εκείνο είναι τόσο ανάλαφρο, τόσο κομψό, γιατί είναι απόλαυση να ζεις εκεί. Και η γειτονιά, αφάνταστα καλύτερη, πιο εκλεπτυσμένη. Υπάρχουν αρκετοί διπλωμάτες μεταξύ των γειτόνων μου, Ρώσοι, Ιταλοί, ναι, ακόμα και μια ρουμάνικη οικογένεια, αγαπητή μου. Μπορεί κάποια στιγμή να τους γνωρίσεις. Ξέρεις, θα πρέπει να βγαίνεις περισσότερο από το σπίτι. Το να διαβάζεις βιβλία είναι μια καλή απασχόληση, αυτό που χρειάζεσαι όμως είναι κόσμος, σωστός κόσμος. Πρέπει να σκεφτείς τις κόρες σου, αγαπητή μου, θα παντρευτούν μια ωραία μέρα, η Θεοδώρα γίνεται σύντομα είκοσι, ή κάνω λάθος; Ο καιρός περνάει...
   Οτιδήποτε έκανε η Φρόσω το έκανε δραστήρια. Καθόταν στην άκρη της καρέκλας της κι έμοιαζε ανά πάσα στιγμή έτοιμη να πηδήξει απ' αυτήν. Κρατούσε το κεφάλι της ψηλά, ακόμα και το πλούσιο στήθος της πεταγόταν περήφανα πάνω από τον στενό κορσέ της. Είχε βαριά κορμοστασιά, όμως ο όγκος της δεν την εμπόδιζε. Έμοιαζε περισσότερο με ατμομηχανή, σκέφτηκε η Ελισάβετ, έτοιμη να πατήσει καθετί που θα τολμούσε να βρεθεί στο δρόμο της. Η δόξα που τη στεφάνωνε ήταν τα μαλλιά της, γκρίζα σαν ασήμι και κρατημένα στη θέση τους με λάκα, έτσι ώστε να θυμίζουν πρωσικό κράνος.
   - Μια και το έφερε η κουβέντα, σχεδιάζουμε να στείλουμε τη Θεοδώρα στο Βουκουρέστι, να περάσει εκεί ένα διάστημα με την ξαδέρφη μου τη Βικτωρία, είναι δασκάλα, είπε η Ελισάβετ, φουσκώνοντας ξαφνικά από περηφάνεια, αν και δεν ήταν σίγουρη κατά πόσον αυτή η περηφάνεια οφειλόταν στην αναφορά του επαγγέλματος της ξαδέρφης της ή στο δικό της θράσος, να πάει κόντρα στο σκεπτικό της Φρόσως.
   Η Φρόσω κοίταξε τη συνομιλήτριά της και συνοφρυώθηκε. 
   - Ο Λεωνίδας συμφωνεί μ' αυτό το σχέδιο; ρώτησε.
   Η Ελισάβετ ορθώθηκε στην καρέκλα της.
   - Φυσικά και συμφωνεί, γιατί όχι άλλωστε;
   Με σηκωμένο το φρύδι της, η Φρόσω σήκωσε αδιάφορα τους ώμους αλλάζοντας θέμα. Κοίταξε προς το περβάζι του τζακιού. 
   - Ώστε λοιπόν, είπε, τέρμα η Αμαζόνα. Ήταν ένας αυθεντικός πίνακας. Για να πούμε την αλήθεια, όμως, είχε μείνει αρκετά εκεί. Έβγαλες και μερικές καρέκλες. Καλή ιδέα! Είναι φανερό ότι τώρα υπάρχει περισσότερος χώρος για να κινείσαι. Και δεν πιστεύω οι επισκέπτες σου να πλησιάζουν καν σε αριθμό εκείνους που έρχονταν προηγουμένως εδώ. Όχι, εσύ ποτέ δεν ήσουν τόσο τρελή όσο είμαι εγώ, που δεν μπορώ να κάτσω ήσυχη ούτε στιγμή. Οι περισσότερες γυναίκες στην ηλικία μου μένουν στο σπίτι τους και πλέκουν δίπλα στο τζάκι. Εγώ όμως είμαι αδιόρθωτη, γέλασε, ικανοποιημένη με τον εαυτό της. Έχω τόσο πολλά να κάνω. Έχω πάρει εκατό προσκλήσεις για επίσκεψη, και βέβαια το σπίτι μας είναι διαρκώς ανοιχτό από τότε που εγκατασταθήκαμε σ' αυτό. Λέω στον Ελευθέριο ότι όλη τούτη η ψυχαγωγία θα με στείλει στον τάφο, όχι αντίθετα, λέει εκείνος, σε τονώνει, θα ζήσεις ως τα εκατό σου!
   Άγγιξε με τα δάχτυλά της το καινούργιο δαντελωτό κέντημα, ένα πολύπλοκο σχέδιο με αναρριχώμενες τριανταφυλλιές, που κάλυπτε το τραπέζι του καφέ. Η Ελισάβετ πρόσφατα το είχε βγάλει από το συρτάρι όπου το φύλαγε. Ήταν φτιαγμένο από τα χέρια της μητέρας της.
   - Ω, είναι θαυμάσιο! είπε η Φρόσω, σαν να τη νανούριζε. Κοιτώντας γύρω στο υπόλοιπο δωμάτιο είδε ότι τα δικά της κομμάτια έλειπαν. Το χαμόγελο χάθηκε απ' τα χείλη της. Καθάρισε το λαρύγγι της και μια δυσαρέσκεια συννέφιασε το πρόσωπό της. Τότε θυμήθηκε ότι εκείνο δεν ήταν πια το σπίτι της. Μην ξέροντας για πρώτη φορά στη ζωή της τι να κάνει, ήπιε μια γουλιά καφέ και δεν είπε τίποτα άλλο.
   Σηκώθηκε απότομα από την καρέκλα της και πήγε στον μπουφέ. "Θεέ μου!" Χτύπησε τις παλάμες της με υπερβολικό ενθουσιασμό. "Αυτός είναι ο διάσημος πλέον πίνακας. Ο Ελευθέριος μου μίλησε γι' αυτόν. Και κατάφερες να πείσεις τον Λεωνίδα να μην τον κατεβάσει. Μπράβο σου!" Η Φρόσω σήκωσε το ματογυάλι της για να εξετάσει το πορτραίτο. "Μάλιστα, εξαιρετικό, αληθινά είσαι και δεν είσαι εσύ. Έτσι κι αλλιώς αρκετά χρόνια πέρασαν από εκείνες τις μέρες".
   Στράφηκε στην Ελισάβετ.
   - Τον είχες εδώ όλον αυτόν τον καιρό κι εγώ δεν ήξερα τίποτε. Τι κρυψίνους μπορείς να είσαι κάποιες φορές, αγαπητή μου. Αυτός ο πίνακας έπρεπε να βγει στο φως πριν από χρόνια. Η κρεβατοκάμαρά σου ίσως να ήταν το κατάλληλο μέρος.
   Τα μάτια στο πορτραίτο ήταν γεμάτα ευθυμία. Τι κλόουν που είναι αυτή η Φρόσω, έμοιαζαν να λένε. Ένα χαζοπούλι, κι εσύ την άφηνες να σε μειώνει, να σ' ελέγχει να σε πικραίνει τόσο. Πισωπατούσες και δεχόσουν όλες τις μικρές προσβολές, τις ανεπιθύμητες παρατηρήσεις και επικρίσεις. Τα μάτια της στον πίνακα εκείνη την ώρα ήταν στραμμένα πάνω της και η ευθυμία έγινε εμπαιγμός. Υπήρχε τόση ανάγκη να θυσιάζεσαι στο όνομα της ειρήνης;
   Η Ελισάβετ γύρισε και τράβηξε τις κουρτίνες πέρα ως πέρα. Το παιδί ξαναήρθε, το αθώο κορίτσι, κοιτώντας με απορία τον κόσμο.
   - Τώρα είναι καλύτερα! είπε η Φρόσω με μια επιτηδευμένη φιλικότητα. Πραγματικά τι όμορφο κορίτσι. Κι αυτό ζωγραφίστηκε πριν γνωρίσεις τον Λεωνίδα; Θα πρέπει να είχες αρκετούς θαυμαστές προτού σε ξετρελάνει αυτός ο Έλληνας μορφονιός. Πάντοτε πίστευα πως θα μπορούσες να είχες κάνει περισσότερα πράγματα με τον εαυτό σου, Ελισάβετ. Είσαι πάντα τόσο σοβαρή. Και κρυβόσουν για πάρα πολύ καιρό. Αυτό ήταν λάθος. Εγώ ήθελα να σε εντάξω στην κοινωνία. Το ξέρεις καλά. Όμως δεν μπορούσα να σε παίρνω από το χέρι για πάντα. Και τα ελληνικά σου. Όπως και να το κάνουμε, δεν έχουν όλοι ταλέντο στις γλώσσες. 

   Η Ελισάβετ καθόταν στον καναπέ επιδιορθώνοντας μια ραφή στο λευκό από μουσελίνα φόρεμα της Θεοδώρας. Το καλοκαίρι είχε έρθει σχεδόν και οι ιματιοθήκες των κοριτσιών χρειάζονταν ανανέωση. Κατέβαλλε κάθε φορά τεράστιες προσπάθειες για να πείσει τον Λεωνίδα ότι χρειάζονταν καινούργια φορέματα. Η μουσελίνα θα κρατούσε για μια ακόμα, τελευταία, εποχή, όμως πολλά από τα άλλα είχαν φθαρεί υπερβολικά.  Όταν έχεις κόρες, σκεφτόταν, πρέπει να τις δείχνεις με τον τρόπο που τις κολακεύει περισσότερο. Δεν ήταν όμως εύκολο να αποσπάσεις χρήματα από τον Λεωνίδα εκείνες τις μέρες. Αυτός θα κάλυπτε τα έξοδα του σαλονιού και το επικείμενο ταξίδι της Θεοδώρας. Από τη Φρόσω ποτέ δεν έλειπε τίποτα, ονειροπόλησε η Ελισάβετ. Ικανοποιούσε όλες της τις επιθυμίες και ποτέ δε σκεφτόταν το κόστος. Κι αυτό, ενώ οι άντρες τους ήταν συνέταιροι στην ίδια επιχείρηση.
   Ο Λεωνίδας μπήκε στο σαλόνι. "Α, εδώ είσαι", της είπε. Κοίταξε γύρω του. "Να σου πω, δεν είναι άσχημα όσα έκανες", παρατήρησε.
   Τα παιδιά ήταν στα δωμάτιά τους. Ο Νίκος κι η Μαρία έκαναν τα μαθήματά τους για το σχολείο. Η Θεοδώρα μάλλον θα διάβαζε, αν δεν συνέθετε τραγικά μικρά ποιήματα για νεκρά πουλιά και φύλλα πεσμένα. Λοιπόν, σκέφτηκε η Ελισάβετ, αυτό σύντομα θα τελείωνε. Μια αλλαγή παραστάσεων μπορεί να κάνει θαύματα σε μια ραγισμένη καρδιά.
   Το φως από τις λάμπες, που έκαιγαν πάνω στο περβάζι του τζακιού, έπεφτε πλάγια στο γυαλί, το οποίο κάλυπτε τις επίσημες φωτογραφίες του πατέρα και της μητέρας του Λεωνίδα, κρύβοντας τα πρόσωπά τους. Την ίδια ώρα, το πορτραίτο της Ελισάβετ φαινόταν κι εκείνο με δυσκολία στη σκιερή γωνιά του.
   Ο Λεωνίδας πλησίασε το περβάζι. Κρατώντας μια λάμπα εξέτασε τις ομοιότητες των γονιών του. Η γριά, χωρίς δόντια και κουρασμένη απ' τις έγνοιες, κοιτούσε μπροστά της με μια διαχρονική μελαγχολία στα καλοσυνάτα φωτεινά μάτια της. Τα μαλλιά της ήταν κρατημένα μ' ένα μαύρο μαντήλι, οι άκρες του οποίου ήταν δεμένες σε κόμπο και κρέμονταν χαλαρά στη μια πλευρά, όπως ήταν το έθιμο στο χωριό της. Αντίθετα ο πατέρας του Λεωνίδα, ένας άντρας στην ωριμότητά του, αντιμετώπιζε τον κόσμο με αποφασιστικότητα και περηφάνεια κάτω από τα φοβερά του φρύδια. Τα όρθια γένια του έμοιαζαν απειλητικά και το φέσι του στεκόταν τολμηρά πάνω από το ένα μάτι του.
   Το προφίλ του Λεωνίδα σχημάτιζε μια σκούρα σιλουέτα στη λάμψη του λυχναριού. Και τα δικά του χαρακτηριστικά ήταν περήφανα. Η ρωμαϊκή μύτη του, λεπτή και καλοσμιλεμένη, φάρδαινε λίγο στα ρουθούνια. Το μέτωπό του ήταν φαρδύ και το βλέμμα των ματιών του διαπεραστικό. Εντούτοις, σκέφτηκε η Ελισάβετ, παρά την ανδροπρεπή του στάση, έμοιαζε πολύ περισσότερο στη μητέρα του απ' ό,τι στον πατέρα του. Τα μάτια του έλαμπαν με τον ίδιο τρόπο, όπως εκεινής, κι ενώ είχαν τη δυνατότητα να δείχνουν ψυχρά και υπεροπτικά, τους έλειπε η φοβέρα, η αγριάδα, που φανέρωνε η όψη του πατέρα του.
   Αναπόφευκτα τα μάτια του έπεσαν πάνω στο πορτραίτο της. Παίρνοντας τη λάμπα από το περβάζι του τζακιού, πλησίασε για να το εξετάσει. "Η αλήθεια είναι, και πρέπει να το παραδεχθώ αυτό", είπε, "ότι ο πίνακας είναι ωραίος. Μάλλον είχες δίκιο που τον κρέμασες. Και γιατί όχι, εδώ που τα λέμε. Ήσουν όμορφη, Ελισάβετ, δεν μπορεί κανείς να το αρνηθεί αυτό". Ξαναέβαλε τη λάμπα στη θέση της και κάθισε αναπαυτικά σε μια πολυθρόνα μπροστά στο τζάκι. Για λίγο σιώπησε, καθώς τα δάχτυλά του έπαιξαν έναν αργό, σκληρό σκοπό στις άκρες των μπράτσων της πολυθρόνας. "Καλά έκανες και το έβαλες πάνω σ' εκείνη την Αμαζόνα της Φρόσως", είπε ξαφνικά. "Τέτοια υποκριτική σαχλαμάρα". Γέλασε. "Για να είμαι εντελώς ειλικρινής, ποτέ δε μου άρεσε κι εμένα. Από την άλλη, η Φρόσω δε μορφώθηκε αρκετά, δεν είχε την ευκαιρία να εκλεπτύνει το γούστο της. Είναι καλοπροαίρετη πάντως".
   Κοίταξε τη γυναίκα του και καθάρισε το λαρύγγι του. "Άκουσα ότι είπες στη Φρόσω πως θα στείλουμε τη Θεοδώρα να μείνει με τη θεία της στο Βουκουρέστι".
   Η Ελισάβετ ανασηκώθηκε στο κάθισμά της.
   - Ναι. Δε θα έπρεπε;
   - Κάνεις σαν να έχει ληφθεί ήδη η απόφαση.
   - Νόμιζα ότι είχε ληφθεί. Δεν έφερες αντιρρήσεις, όταν σου έθεσα το ζήτημα.
   - Το μόνο που είπα ήταν ότι θα δούμε. Και για να σου πω την αλήθεια, δε μου αρέσει καθόλου η ιδέα να στείλουμε την κόρη μας μόνη σ' ένα τόσο μακρινό ταξίδι.
   - Θα τη βάλουμε οι ίδιοι στο καράβι εδώ και θα την υποδεχτεί στο λιμάνι η Βικτωρία μόλις φτάσει. Ή θα μπορούσα να πάω μαζί της, να περάσω λίγες μέρες με την οικογένειά μου και έπειτα να επιστρέψω, αφού θα έχει εγκατασταθεί εκείνη και θα είναι ασφαλής.
   - Αυτό είναι αδύνατον. Θα πρέπει εγώ ο ίδιος σύντομα να φύγω σε ταξίδι, θα πάω για επαγγελματικούς λόγους στην ενδοχώρα. Το ξέρεις αυτό, είπε εκείνος κάπως απότομα. Θα πρέπει να είσαι εδώ. Υπάρχουν άλλα δυο παιδιά, που χρειάζονται την επίβλεψή σου. Ποιος θα τα φροντίσει εκείνα;
   - Ίσως η Φρόσω. Τώρα που αγόρασε ένα ωραίο καινούργιο σπίτι με έξοδα της εταιρείας, θα μπορούσε να κάνει κάτι σε ανταπόδοση. Αντί ν' αναμειγνύεται διαρκώς στη ζωή μας, να φανεί χρήσιμη για μια φορά.
   Εκείνος σκλήρυνε ακούγοντας τα λόγια της.
   - Δε θα σε ξανακούσω να μιλάς έτσι για τη γυναίκα του αδερφού μου. Δεν έχεις το δικαίωμα.
   Η Ελισάβετ χαμήλωσε το βλέμμα της. Το αίμα της έβραζε και με δυσκολία μόνο συγκρατούσε τον έλεγχο του εαυτού της.
   - Υποθέτω ότι συζήτησες μαζί της τα σχέδιά μας κι εκείνη δεν τα ενέκρινε.
   - Μου τόνισε ότι το να στείλουμε ένα κορίτσι μόνο του σ' ένα τέτοιο ταξίδι θα μπορούσε να προκαλέσει σχόλια. Θα μπορούσε να παρεξηγηθεί. Ο κόσμος μιλάει.
   - Τι κακό θα μπορούσε να υπάρχει στο να στείλουμε ένα κορίτσι να μείνει με τους συγγενείς της μητέρας της για λίγες εβδομάδες;
   - Η Φρόσω γνωρίζει καλύτερα πως σκέφτεται ο κόσμος εδώ. 
   - Και γι' αυτό οι επιθυμίες της έρχονται πάνω από τις δικές μου ή της κόρης σου;
   - Αρκετά! Ο Λεωνίδας μίλησε αυστηρά. Η κουβέντα αυτή τελείωσε. Δε θα πάει. Πήρα την απόφασή μου.
   - Ήταν εξαιτίας της Φρόσως άλλωστε το ότι αναγκαστήκαμε να έρθουμε σ' αυτό το ζοφερό μέρος!
   - Ο αδερφός μου με χρειαζόταν εδώ. Θυμωμένος ξαφνικά ο Λεωνίδας ύψωσε τη φωνή του. Ήταν για το καλό της οικογένειας! Δεν μπορούσα να τον αφήσω μόνο του εδώ. Πώς θα είχα το κεφάλι μου ψηλά ύστερα; Και έπραξα σωστά. Δε μας λείπει τίποτα, έχουμε μια στέγη πάνω από τα κεφάλια μας, φαγητό στο τραπέζι, σχολεία για τα παιδιά. Είμαι απόλυτα ικανοποιημένος από τη ζωή μας. Και θα έπρεπε να είσαι κι εσύ! Το χτύπημα των χεριών του στα μπράτσα της πολυθρόνας έγινε σκληρότερο, πιο νευρικό. Πάντοτε ανταποκρίθηκα στις υποχρεώσεις μου απέναντι στην οικογένεια. Μας σέβονται οι γείτονες, όπως και οι συνέταιροί μου. Έτσι είναι η ζωή τώρα. Και δε μετανιώνω γι' αυτό. Όσον αφορά εσένα, αν ήταν βαρετή η ζωή, γιατί δε φρόντισες να κάνεις κάτι; Η Φρόσω μού παραπονέθηκε πάνω από μια φορά ότι σου είχε κανονίσει προσκλήσεις για τσάι κι εσύ αρνήθηκες. Ποιος φταίει, αν εσύ πίστευες πάντα ότι είσαι καλύτερη απ' όλες τις άλλες;
   Σηκώθηκε απότομα και την καληνύχτισε.
   Τρέμοντας από θυμό, η Ελισάβετ πήρε τη λάμπα από το περβάζι του τζακιού και πήγε στο πορτραίτο. Ενώ το φως διέλυσε το σκοτάδι, που την περιέβαλλε, η απογοήτευση έλαμπε στα μάτια του νεαρού κοριτσιού κι έμοιαζε κι εκείνο σαν να ήταν έτοιμο να ξεσπάσει σε κλάματα.
   Τότε, το ίδιο ξαφνικά όπως την είχε κυριέψει, ο θυμός της Ελισάβετ έφυγε, δίνοντας τη θέση του σ' ένα κύμα συμπόνιας για τη νέα εκείνη. Την κοίταξε για λίγο ακόμα και έπειτα γύρισε να φύγει. Σιωπηλά έσβησε τα λυχνάρια όλα και βγήκε από το σαλόνι.                                                

Γκόλνα Κορνηλία, Κωνσταντινούπολη, Πόλη των πόθων (Μτφ. Λυδία Πολυζοπούλου), εκδ. "ΣΥΓΧΡΟΝΟΙ ΟΡΙΖΟΝΤΕΣ"

Δεν υπάρχουν σχόλια: